- πεσσευτήριον
- πεσσ-ευτήριον, τό, EgyptianA astronomical table, POxy.470.11 (iii A. D.), Eust.1397.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεσσευτήριον — τὸ, ΜΑ 1. το ξύλινο αβάκιο επάνω στο οποίο τοποθετούσαν τους πεσσούς 2. αιγυπτιακός αστρονομικός πίνακας χωρισμένος σε τετράγωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεσσεύω + επίθημα τήριον (πρβλ. βουλευ τήριον)] … Dictionary of Greek
πεττευτηρίου — πεσσευτηρίου , πεσσευτήριον astronomical table neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)